Του Μιχάλη Τζανάκη
Στην καρδιά της Αθήνας, στον πεζόδρομο της Κοραή, μεταξύ Πανεπιστημίου και Σταδίου, έξω από την πολύβουη στάση του Μετρό και τα φασαριόζικα καφέ που σερβίρουν ποικιλίες καφέ που ικανοποιούν και τους πιο απαιτητικούς θαμώνες μια πόρτα ανοιχτή με την λιτή επιγραφή «Μουσείο Ιστορικής Μνήμης 1941-1944» περνά μάλλον απαρατήρητη για τους χιλιάδες περαστικούς.
Κι όμως περνώντας αυτή την απλή πόρτα ο επισκέπτης θα βρεθεί σε ένα χώρο που φέρει σε κάθε εκατοστό της επιφάνειάς του την πιο ζοφερή πτυχή της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Αρχικά θεώρησα πως πρόκειται για κάποια Εβραϊκή συναγωγή, αλλά προχωρώντας και κατεβαίνοντας μια στενή σκάλα βρέθηκα σε ένα μνημείο που δυστυχώς δεν είναι γνωστό όσο θα έπρεπε.
Έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της εισόδου πρόσφερε ιδανικό αεροπορικό καταφύγιο στην αρχή του πολέμου, αλλά επιτάσσοντας σε μια μέρα οι Γερμανοί κατακτητές το κτίριο το μετέτρεψαν στο κολαστήριο-κρατητήριο της Κομαντατούρ. Με χώρους που ασφαλίζονταν αεροστεγώς με ειδικές πόρτες, με απόλυτη ηχομόνωση και πλήρη αδυναμία για απόδραση των κρατουμένων ήταν ιδανικό για να μεταφέρουν από την οδό Μερλίν 6 όσους ανακρίνονταν και να βασανιστούν σκληρά στα υπόγεια της Κοραή 4, μέχρι να σταλθούν στο Χαϊδάρι ή στην Καισαριανή, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που από την Κοραή οι μεταγωγές είχαν προορισμό κατευθείαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αίσθηση του επισκέπτη μέσα στο χώρο αποπνέει αποτροπιασμό για το τι μπορεί να κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο. Εκατοντάδες ιστορίες κυριολεκτικά χαραγμένες στους τοίχους των κρατητηρίων δηλώνουν την αγωνία, την κραυγή απόγνωσης για τους εγκληματίες, τους προδότες, τους ρουφιάνους –όπως χαρακτηριστικά γράφεται σε πολλά μηνύματα-αλλά και την πίστη των αγωνιστών για την τελική επικράτηση. Η τεράστια σημαία με τη σβάστικα που κυμάτιζε στο κτίριο, προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων, οι ψυχροί χώροι των υπογείων με τους μικροσκοπικούς νιπτήρες, τις στενές τουαλέτες, τις σιδερένιες βαριές πόρτες που χώριζαν τα διαμερίσματα, τα χαραγμένα σκίτσα, οι ημερομηνίες όλα μεταφέρουν στον επισκέπτη την επιθανάτια αγωνία, αλλά και το τρομερό μήνυμα: «ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΝΑΖΙΣΜΟΣ».
Δεν ξέρω πόσα σχολεία επισκέπτονται το χώρο –ξέρω πάντως τα κλαμπ που «κλείνονται» νωρίς για τους εκδρομείς μαθητές- δεν ξέρω αν ένα μουσείο για την Κατοχή θα έπρεπε ήδη να υπάρχει στην πρωτεύουσα και ο χώρος αυτός είναι ιδανικός, καθώς λίγα πράγματα μας έχουν απομείνει∙ κι ένα από αυτά είναι η ΜΝΗΜΗ!